- πολύγναμπτος
- -ον, Α1. αυτός που έχει πολλές και ποικίλες καμπές2. αυτός που έχει πολλές διακλαδώσεις («πολύγναμπτοι λαβύρινθοι», Ανθ. Παλ.)3. σγουρός, κατσαρός («πολύγναμπτον σέλινον», Θεοκρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ-* + γναμπτός «καμπύλος» (< γνάμπτω «κάμπτω»), πρβλ. ά-γναμπτος, εύ-γναμπτος].
Dictionary of Greek. 2013.